Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πωρία — πωρίον small callus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρί — το / πωρίον, ΝΑ, και πουρί Ν [πῶρος] ο πωρόλιθος νεοελλ. η πέτρα τών δοντιών, τρυγία αρχ. μικρός κάλος … Dictionary of Greek